-
1 προαποπληρόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαποπληρόω
См. также в других словарях:
προαποπληρώ — όω, Α γεμίζω κάτι προηγουμένως («προαποπληροῡν τὰς είσβολὰς καὶ τὰς διόδους», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπληρῶ «γεμίζω εντελώς»] … Dictionary of Greek